Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ! (Για το Μαρξισμό)
Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ…
Μέρος 1ο
Το κείμενο αυτό φιλοδοξεί να πραγματοποιήσει μία σύντομη, απλή και ακριβή στο μέτρο του δυνατού, περιήγηση στις σπουδαιότερες πτυχές του έργου αυτού του σπουδαίου μαρξιστή φιλοσόφου που ονομάζεται Λουί Αλτουσέρ. Αναμφισβήτητα, η θεωρητική του προβληματική ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακή και η πλέον καθοριστική για την ανανέωση και την παραγωγική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, πάντα συγκρουόμενη σκληρά με τα άλλα ρεύματα του μαρξισμού. Εδώ λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι ο Αλτουσέρ συνιστά μεταπολεμικά, το σημαντικότερο μαρξιστή στοχαστή.
Την παραπάνω θέση θα επιχειρήσουμε να στηρίξουμε στο χώρο αυτό, καταγράφοντας τις πιο θεμελιώδεις αλτουσεριανές συντεταγμένες και τους βασικούς κόμβους της σκέψης του, αναδεικνύοντας έτσι την βαρυσήμαντη συνεισφορά του θεωρητικού του ρεύματος στο μαρξισμό.
Βιογραφική παρέκβαση
Ο Λουί Αλτουσέρ γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1918 στο Birmandreis της Αλγερίας. Το 1939 πετυχαίνει στο διαγωνισμό εισαγωγής στην Ecole Normale Superieure (ENS), όμως το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται από επέλαση γερμανικών στρατευμάτων και θα παραμείνει πέντε χρόνια σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία.
Το 1950 ο Αλτουσέρ γίνεται μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΓ), ένα από τα μαζικότερα ΚΚ της Ευρώπης την εποχή εκείνη. Έχοντας ήδη αποποιηθεί της έντονης καθολικής διαπαιδαγώγησης που είχε ως νεαρός (πριν τον πόλεμο ήταν μέλος της Action Catholique), εντάσσεται στo ΚΚΓ, θεωρώντας πως είναι το αποτελεσματικότερο όχημα ανατροπής του γαλλικού καπιταλιστικού κράτους, εξαιτίας της ιστορικής του αναφοράς και της μαζικής κοινωνικής του εκπροσώπησης1.
Ταυτόχρονα όμως, ασκεί ιδιαίτερα σκληρή κριτική στο σοβιετικό μαρξισμό, φορέας του οποίου είναι και το εν λόγω κόμμα, και αναπτύσσει μία στρατηγική ανατροπής της προβληματικής θεωρίας στους κόλπους του κόμματος, μια που αντιλαμβάνεται πως η θεωρία του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου είναι ο αδύναμος κρίκος ολόκληρης της πολιτικής του δράσης και παρέμβασης, (ευθυγραμμιζόμενος με τη χαρακτηριστική λενινιστική ρήση «χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση») Διαμορφώνει μία ολόκληρη ομάδα διανοουμένων και θεωρητικών μελών του ΚΚΓ, που προσανατολίζεται στην ανασυγκρότηση του μαρξισμού σε μια σειρά από επιστημονικά πεδία (ο Ετιέν Μπαλιμπάρ στη φιλοσοφία, ο Πιερ Μασρέ στη θεωρία της λογοτεχνίας, ο Νίκος Πουλαντζάς στο πεδίο κράτος-πολιτική, ο Τορ στην ψυχανάλυση, ο Σαρλ Μπετελέμ στην οικονομία, οι Μποντλό και Εσταμπλέ στην εκπαίδευση, ο Λινάρ για ζητήματα εργατικού κινήματος)2. «Δομικός (ή στρουκτουραλιστικός) μαρξισμός» αποκαλούνται κωδικοποιημένα οι θεωρητικές αρχές εργασίας του Αλτουσέρ και της ομάδας του, μία διακριτή και μοναδική τάση μέσα σε όλο το πλέγμα του δυτικού μαρξισμού3.
Ο Αλτουσέρ στα τελευταία χρόνια της ζωής του πάσχει από μανιοκατάθλιψη και το 1980, ύστερα από μία μικρή περίοδο εισαγωγής του σε νοσοκομείο, θα στραγγαλίσει την επί 34 χρόνια σύντροφό του Ελέν Ριτμάν μέσα στο σπίτι τους, χωρίς να έχει ουσιαστικά συναίσθηση των πράξεών του. Επί μία δεκαετία παθαίνει διαρκώς κρίσεις κατάθλιψης, όταν τελικά στις 16 Οκτώβρη του 1990 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή4. Είναι η χρονιά που λαμβάνει οριστικά τέλος η θεωρητική διαδρομή ενός πολύ μεγάλου αριστερού διανοουμένου.
Στη συνέχεια, προσπαθούμε να σταχυολογήσουμε – χωρίς ιεράρχηση σπουδαιότητας – τις σημαντικότερες όψεις του αλτουσεριανού θεωρητικού οικοδομήματος.
Η προτεραιότητα της δομής
Αποτελεί την καταστατική θέση του θεωρητικού συστήματος του Λουί Αλτουσέρ, του δομικού μαρξισμού. Πρόκειται για τη θέση ότι μία δομή έχει πάντα την προτεραιότητα πάνω στα άτομα τα οποία εντάσσονται σε αυτήν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός ή διαφορετικά μία ταξική, δηλαδή εκμεταλλευτική κοινωνική δομή, συγκροτεί και καθορίζει αποφασιστικά τα άτομα που ανήκουν σε αυτήν. Θα μπορούσαμε να πούμε με κάπως φιλοσοφικούς όρους πως τα υποκείμενα δεν προϋπάρχουν μιας κοινωνικής δομής. Αντιθέτως, συνιστούν οργανικά τμήματα και λειτουργικά μέρη ενός καλά ρυθμισμένου συστήματος, η ένταξη στο οποίο επιτελεί μακροσκοπικά κάποια διακριτό ρόλο στην αναπαραγωγή της φύσης του. Για παράδειγμα, στον καπιταλισμό, θα αναφερόμασταν στην αναπαραγωγή της αστικής ταξικής κυριαρχίας, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (απόσπαση υπεραξίας, δηλαδή) και κατά συνέπεια του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος.
Με άξονα αναφοράς αυτήν την συντακτική θεωρητική χειρονομία, ο Αλτουσέρ θα συγκρουστεί με τις θεωρίες περί ανθρώπινης ουσίας που πρυτάνευαν μέχρι τότε στη μαρξιστική σκέψη. Στο πεδίο αυτό αναπτύσσει άλλωστε και την κύρια αντιπαράθεσή του με τη φιλοσοφία του Χέγκελ και κατ’ επέκταση του Φόυερμπαχ. Θα διατυπώσει λοιπόν, τη θέση ότι δεν υπάρχει κάποια απόλυτη και καθολική ανθρώπινη ουσία, κάποιο υπερβατολογικό «Όλο» το οποίο ο άνθρωπος ενσαρκώνει ή στοχεύει να ιδιοποιηθεί. Δεν υπάρχει μία διαχρονική και αναλλοίωτη απόλυτη Ιδέα που αποτελεί το Είναι ή την Αλήθεια του ανθρώπου, από την οποία όμως ο ίδιος έχει αλλοτριωθεί, ζώντας σε μία εξουσιαστική κοινωνία. Απορρίπτει έτσι, τη άποψη του νεαρού Μαρξ ότι η πραγματικότητα, ως συνάρθρωση υποκειμένων, είναι η αλλοτριωμένη προβολή-αντικειμενοποίηση της ανθρώπινης ουσίας (άποψη με ξεκάθαρες φιλοσοφικές καταβολές στο Φόυερμπαχ).
Ο Αλτουσέρ θα αντιτάξει απέναντι σε αυτήν την ουσιοκρατική/ ανθρωπολογική προοπτική μία θέση για τον άνθρωπο, που είναι η απόληξη της προαναφερθείσας πρωταρχικότητας της δομής πάνω στα υποκείμενα. Ισχυρίζεται ότι αυτό που αποκαλείται «ανθρώπινη ουσία» δεν είναι άλλα παρά η συμπύκνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων που διέπουν τις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξής του. Είναι με άλλα λόγια το προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης, ενός ορισμένου τρόπου οργάνωσης της παραγωγής στο πλαίσιο καθορισμένων κοινωνικών (εξουσιαστικών) σχέσεων, το εξειδικευμένο υλικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων5.
Αφού προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την προτεραιότητα δομής πάνω στο άτομο και τη συνέπειά αυτής για τον ορισμό του ανθρωπίνου Είναι, πρέπει να προβούμε περεταίρω σε μερικές διασαφήσεις στην αλτουσεριανή ιδιαιτερότητα της έννοιας της δομής. Το αστικό κράτος, η πολιτική συμπύκνωση των επί μέρους κοινωνικών, ιδεολογικών, οικονομικών, εκμεταλλευτικών, ταξικών πρακτικών της άρχουσας τάξης εντός των ορίων ενός κοινωνικού σχηματισμού, είναι για τον Αλτουσέρ μία σύνθετη, δομημένη, αρθρωμένη και έκκεντρη «Ολότητα». Πρόκειται για μία δομή, η οποία έχει δεσπόζουσα, με το δεσπόζον στοιχείο να μην είναι μια για πάντα καθορισμένο, προδεδομένο, αλλά μεταβάλλεται ανά περιόδους, ανάλογα με τους συσχετισμούς δυνάμεων και τη φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι δεσπόζον γιατί αυτό αναδεικνύεται την εκάστοτε συγκυρία ως το πλέον σημαντικό για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της αστικής τάξης (άλλοτε είναι το σχολείο, τα ΜΜΕ, άλλοτε πάλι ο στρατός). Αναφαίνεται ανάγλυφα το γεγονός ότι το κέντρο αυτής της δομής είναι διαρκώς μετατιθέμενο(αν ως κέντρο θεωρηθεί ο κάθε φορά κύριος μηχανισμός του κράτους). Επιπλέον, αυτή η δομή διαθέτει έναν προσδιορισμό, που επικαθορίζει όλα τα υπόλοιπά της στοιχεία, αλλά μόνο σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή ως ύστατη και πολλαπλά διαμεσολαβημένη αναγωγιμότητα, και αυτή είναι η οικονομική βάση (παραγωγικές σχέσεις). Τέλος, αναφέρεται σε ένα αρθρωμένο σύνολο, διότι το κάθε του στοιχείο αν και φέρει αυτό τον σε τελευταία ανάλυση προσδιορισμό, έχει μια σχετική αυτονομία από αυτόν6.
Η αλτουσεριανή αυτή τοπολογία της δομής με δεσπόζουσα, μετατιθέμενο κέντρο και με προσδιορισμό σε τελική ανάλυση, έρχεται παράλληλα και ως απάντηση στα οικονομίστικα μαρξιστικά ρεύματα που αντιλαμβανόντουσαν το αστικό κράτος χωρισμένο απλά στη βάση (οικονομία) και το εποικοδόμημα, με το τελευταίο να αποτελεί απλή αντανάκλαση της βάσης, χωρίς καμία αυτονομία. Παρακάτω, πραγματευόμαστε εκτενέστερα τη θεωρητική πάλη που διεξήγαγε ο Αλτουσέρ ενάντια στον οικονομισμό.
Η πρωτοκαθεδρία των σχέσεων παραγωγής
πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις
Στο σημείο αυτό αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο στον πρόλογο που έγραψε ο Αλτουσέρ για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου της Μάρτα Χάρνεκερ «Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού»7. Διαβάζουμε λοιπόν ότι ο Μαρξ θεμελίωσε την επιστήμη του (τον ιστορικό υλισμό) και τη φιλοσοφία του (διαλεκτικό υλισμό) κεντροθετημένη γύρω από την κατηγορία της πάλης των τάξεων.
Γνωρίζουμε πολύ καλά από τους κλασικούς του μαρξισμού ότι το κεφάλαιο συνιστά μία κοινωνική σχέση. Αυτή η σχέση δεν είναι κάτι άλλο παρά εξουσιαστική και εκμεταλλευτική. Η ειδική σχέση παραγωγής που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό είναι η απόσπαση της υπεραξίας από την εργατική τάξη. Εκεί λοιπόν, στην παραγωγική διαδικασία και στις εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις ανάγεται η ταξική διάρθρωση της αστικής κοινωνίας και η πάλη των τάξεων.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία να τονίσουμε εδώ, ότι οι κοινωνικές τάξεις δεν προϋπάρχουν της πάλης των τάξεων, αλλά αντιθέτως η ύπαρξη των τάξεων ταυτίζεται με την ταξική πάλη, τους ασυμφιλίωτους και ανειρήνευτους ταξικούς αγώνες.
Προϋπόθεση της ταξικής εκμετάλλευσης-απόσπασης υπεραξίας, είναι η κατοχή των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες, που ουσιαστικά εξωθεί την εργατική τάξη να μην κατέχει τίποτα πέρα από την εργατική της δύναμη, την οποία και πουλά, μια που είναι εμπόρευμα. Αυτός είναι επομένως ο πυρήνας των αστικών σχέσεων παραγωγής.
Εξαντλούμε την έννοια των παραγωγικών σχέσεων γιατί θεωρούμε πως είναι το «κλειδί» για την εις βάθος θεωρητική αποδόμηση του οικονομισμού (κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μαζικότερου θεωρητικού μαρξιστικού ρεύματος, του σοβιετικού μαρξισμού). Και αυτή χρεώνεται κατά την άποψή μας, σχεδόν αποκλειστικά στον Αλτουσέρ. Η καθοριστική συνεισφορά του στον τομέα αυτόν έγκειται στο ότι έδειξε πως στην ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, η αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία ανήκει στις παραγωγικές σχέσεις.
Ας παρακολουθήσουμε όμως, μέσα από το άρθρο του ιδίου, τη σκέψη του:
«Οι παραγωγικές δυνάμεις μπήκαν σε κίνηση μέσα στη διαδικασία εργασίας, κάτω από την κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής, που καθορίζονται σα σχέσεις εκμετάλλευσης. Το ότι υπάρχουν εργάτες, σημαίνει πως είναι μισθωτοί, επομένως εκμεταλλευόμενοι».
Και παρακάτω:
«Οι βάσεις και οι διαδοχικές μορφές στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας…δεν ήταν άλλο από τις βάσεις και τις διαδοχικές μορφές της υλικής και ιστορικής ύπαρξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι η τάση ενοποίησης, των υλικών μορφών ύπαρξης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, υπό την κυριαρχία των σχέσεων παραγωγής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής υπαγορεύουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου (τη συσσώρευση κεφαλαίου), σα χιονοστιβάδα ολοένα μεγαλύτερης απόσπασης υπεραξίας, αφού, όπως έδειξε ο Μαρξ, το μέσο ποσοστού κέρδους έχει την τάση σε βάθος χρόνου να σημειώνει σταδιακή πτώση, κάτω από την επίδραση και της πάλης των τάξεων (οι εργατικοί αγώνες για υψηλότερους μισθούς, για μείωση του εργάσιμου χρόνου της μέρας, κλπ).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι το υλικό αποκρυστάλλωμα των δεδομένων παραγωγικών σχέσεων. Είναι διαφορετικά, το μέσο με το οποίο υλοποιείται η απόσπαση υπεραξίας, ο μοχλός άσκησης της εκμετάλλευσης και της υπαγωγής της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο.
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας και η πιο αποτελεσματική κριτική του οικονομισμού του σοβιετικού μαρξισμού, που θεωρούσε ότι οι παραγωγικές δυνάμεις κατέχουν τα πρωτεία έναντι των σχέσεων παραγωγής και τα τεχνολογικά επιτεύγματα και άρα η βελτίωση των παραγωγικών μέσων ακολουθούν μία ευθύγραμμη και ανεξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες ανάπτυξη. Μάλιστα, αυτή θα έρθει κάποια στιγμή σε τέτοια σφοδρή αντίθεση με τις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, οπότε πλέον θα είναι αναπόφευκτο το πέρασμα σε «σοσιαλιστικές» (συλλογικές) παραγωγικές σχέσεις. Αυτό το αμάλγαμα οικονομισμού και παραγωγισμού, ονομάστηκε από το Στάλιν ως ο «νόμος της αναγκαίας αντιστοιχίας».
Ένα ιστορικό παράδειγμα ίσως διαφωτίσει τον θέση του Αλτουσέρ. Ο ταιηλορισμός (ως ιστορική μορφή οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας) και ο φορντισμός (η εισαγωγή της αλυσίδας παραγωγής στο εργοστάσιο) είναι η ιστορική απάντηση της αστικής τάξης στην άνοδο των εργατικών διεκδικήσεων των αρχών του 20ου αιώνα, στο λυκόφως του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας. Η μαζική εφαρμογή του συγκεκριμένου παραγωγικού μέσου, δεν υπαγορευόταν από κάποιον άλλο λόγο, πέρα από την αναγκαιότητα για αντιστάθμιση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, δηλαδή την αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων. Αν δεν ήταν η παραγωγική σχέση (η ταξική πάλη εντέλει) πώς μπορεί να εγγυηθεί κανείς ότι η τεχνολογία, η επιστήμη και τα μέσα παραγωγής θα είχαν γνωρίσει αυτήν την τροχιά ανάπτυξης;
Θεωρητικός Αντιανθρωπισμός
Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Αλτουσέρ, «Για τον Μαρξ», διαβάζουμε:
«Ολόκληρη η μαρξιστική παράδοση όμως απέφυγε να χαρακτηρίσει το μαρξισμό σαν ανθρωπισμό. Γιατί; Επειδή πρακτικά, δηλαδή στα γεγονότα, τη λέξη ανθρωπισμός την εκμεταλλεύεται η αστική ιδεολογία, και τη χρησιμοποιεί για να καταπολεμήσει, δηλαδή να σκοτώσει, μιαν άλλη, αληθινή και για το προλεταριάτο ζωτική λέξη: την ταξική πάλη.»
Ο όρος «θεωρητικός αντιανθρωπισμός» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και προκάλεσε τη μήνη και τις λυσσαλέες επιθέσεις κυρίως των μαρξιστών φιλοσόφων (όπως του Βρετανού μαρξιστή Τζων Λιούις).
Ας ξεκαθαρίσουμε τι πραγματικά επιθυμεί να πετύχει ο Αλτουσέρ με τη χρήση αυτού του όρου, μια που πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως κομβικό σημείο στον αλτουσεριανό στοχασμό.
Πρώτον, η Μάρτα Χάρνεκερ θεωρεί ότι ασκεί κριτική στην ανθρωπιστική ιδεολογία – που είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης, έτσι όπως συστηματοποιήθηκε την εποχή του Διαφωτισμού – διότι πρόκειται ακριβώς περισσότερο για προσφυγή στην ιδεολογία, παρά τη θεωρία8.
Δεύτερον, με τη χρήση του όρου αυτού απαντά στην απόκρυψη της ταξικής πάλης ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, με στόχο τα κομμουνιστικά κόμματα ποτέ να μην τη διαγράφουν από τη σημαία τους.
Τρίτον, τον βοηθά να αναδείξει πως ανθρωπιστικές κατηγορίες (ως συζυγίες της αστικής ιδεολογίας), εκτόπισαν σταδιακά από τα ΚΚ και κυρίως από το ΚΚΣΕ τα κατεξοχήν μαρξιστικά θεωρητικά εργαλεία, με πρώτο και καλύτερο την ταξική πάλη! Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι δεσπόζουν εκεί που αυτή απουσιάζει εκκωφαντικά. Ας θυμηθούμε το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, που διακηρύσσει το τέλος της πάλης των τάξεων, που αναγνωρίζει την ΕΣΣΔ ως «κράτος όλου του λαού», αλλά και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, την περίοδο της αποσταλινοποίησης, που επινοεί τον όρο «προσωπολατρία», για να μη βγάλει κουβέντα για την ταξική φύση της μέχρι τότε κοινωνίας.
Αντιλήφθηκε με φοβερή οξυδέρκεια τις πολιτικές συνέπειες της χρήσης του όρου «ανθρωπισμός»: Λειτουργούσε για τα ΚΚ απολογητικά προς μία διαρκή ρεβιζιονιστική στροφή τους και πως για το προλεταριάτο δεν είχε καμία θεωρητική αξία, στο δρόμο του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η ηγεμονία της αστικής/ κυρίαρχης ιδεολογίας αποτυπώνεται και στην ικανότητά της να διεισδύει σε διακριτά και αντιτιθέμενα σε αυτήν ιδεολογικά υποσύνολα (κομμουνιστική ιδεολογία). Επιμένουμε γιατί ο ανθρωπισμός δεν είναι ένας όρος καθόλου αθώος. Εκφράζει κατά κύριο λόγο μια κάποια φιλανθρωπική πρακτική ή ενός είδους αλληλεγγύη, που στα σίγουρα είναι πολιτικά ακίνδυνη και δε διεκδικεί να διασαλεύσει σε κανένα επίπεδο την αστική ταξική κυριαρχία. Από την άλλη πλευρά, μόνο η όξυνση της ταξικής πάλης απειλεί και τρομάζει την άρχουσα τάξη!
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι δεν είναι ότι ο Αλτουσέρ εχθρεύεται τον άνθρωπο. Αντιθέτως, προσπαθεί να εξασφαλίσει κάποιες μίνιμουμ αλλά πολύ σημαντικές θεωρητικές προϋποθέσεις επίτευξης του μοναδικού στόχου της στράτευσής του στην Αριστερά: τον τερματισμό της εκμετάλλευσης του ανθρώπου, την κοινωνική του χειραφέτηση, η οποία πραγματοποιείται μόνο στον κομμουνισμό. Ο «θεωρητικός αντιανθρωπισμός» είναι ένα εγχείρημα πρακτικά για όλη την «ανθρωπότητα». Ας αναλογιστούμε όλον τον 20ο αιώνα, πόσοι εκατοντάδες χιλιάδες κομμουνιστές – προσηλωμένοι στην αρχή της πάλης των τάξεων και την επανάσταση και που πέρασαν μια ολόκληρη ζωή με το όπλο στο χέρι – φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, διατηρώντας πάντα μία ατσαλένια πειθαρχία, ένα γιακωβίνικο ρομαντισμό και μία απαράμιλλη συντροφικότητα. Αυτοί δεν ήταν στην πράξη «ανθρωπιστές»;
Διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος
«Η ιστορία είναι μία διαδικασία χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος». Η φράση αυτή είναι η επιστημονική και φιλοσοφική προέκταση της προηγούμενης θέσης. Συνδέει επί της ουσίας το θεωρητικό αντιανθρωπισμό με τον άνθρωπο ως φορέα κοινωνικών σχέσεων.
Στην απάντηση του Αλτουσέρ στον Τζων Λιούις9, η φιλοσοφική τοποθέτησή του είναι ότι η ιστορία δεν έχει υποκείμενο. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν είναι το υποκείμενο της ιστορίας ή του κόσμου, όπως το αντιλαμβάνεται η αστική ιδεολογία. Επίσης, έντονα καταπολεμά και μαρξιστικά ρεύματα (χεγελιανής κυρίως καταγωγής, όπως Λούκατς, Κορς, κ.α.), που θεωρούν το προλεταριάτο το υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας (η οντολογία της αλλοτριωμένης Ολότητας της Τάξης-Υποκείμενο).
Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίστηκε και στο κεφάλαιο των ιδεολογικών μηχανισμών, οι άνθρωποι δρουν σαν υποκείμενα. Η ένταξή τους μέσα στις κοινωνικές σχέσεις και δομές τους έχει συγκροτήσει ως τέτοια.
Το μόνο που υπάρχει στην ιστορία είναι η πάλη των τάξεων και οι ταξικές αντιπαραθέσεις. Τα άτομα καταλαμβάνουν τη θέση τους μέσα στις ταξικές πρακτικές μόνο συγκροτούμενα ως υποκείμενα. Παίρνουν δηλαδή τη μορφή του υποκειμένου, με τις νομικο-ιδεολογικές κοινωνικές σχέσεις, να έχουν τον πρώτο λόγο σε αυτήν τη διαδικασία. Το υποκείμενο είναι η μορφολογία των ανθρώπων ως φορέων των κοινωνικών πρακτικών της παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας του καπιταλισμού.
Όμως, δεν είναι υποκείμενα για την ιστορία. Θα λέγαμε πως είναι για το κράτος, το κατεξοχήν πεδίο διεξαγωγής των ταξικών αγώνων. Ο Αλαίν Μπαντιού που κατάλαβε το νόημα της θέσης του Αλτουσέρ γράφει:
«Η (αστική) ιδεολογία χαρακτηρίζεται από την ιδέα του υποκειμένου, που η μήτρα της είναι δικαιική και υποτάσσει το άτομο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους: πρόκειται για το θέμα της «έγκλεισης» σε υποκείμενο»10.
Επιπλέον, ο άνθρωπος ως Υποκείμενο της Ιστορίας, μας δίνει την ψευδαίσθηση μιας ανθρώπινης ελευθερίας επιλογών και μιας ανεξαρτησίας του ατόμου από τις κοινωνικές συνθήκες ύπαρξής του, ενώ παράλληλα αποσιωπά τη λειτουργία του σε σχέση με την κοινωνική δομή που εντάσσεται. Αυτή άλλωστε είναι μία από τις βασικές αναγωγές της αστικής ιδεολογίας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι φιλοσοφικές προεκτάσεις αυτής της θέσης. Το ότι ο άνθρωπος είναι το ιστορικό Υποκείμενο, συνεπάγεται πως είναι το Κέντρο του κόσμου, η ριζική Αρχή της Ιστορίας και η μοναδική της Αιτία. Η απάντηση του Αλτουσέρ στον απόλυτο αυτό ιδεαλισμό είναι ότι η ιστορία δεν διαθέτει «Τέλος», με την έννοια ότι ο άνθρωπος δε συνιστά καμία Αρχή και κανένα Τέλος της Ιστορίας, είναι απλά φορέας κοινωνικών συνθηκών.Αν τώρα, η Ιστορία δε διαθέτει Υποκείμενο δε διαθέτει και Αντικείμενο. Αν στην ιστορική εξέλιξη δεν υπάρχει κάτι που να υπο-κειται δεν υπάρχει και κάτι που να αντί-κειται. Και πάλι εδώ με τα λόγια του Μπαντιού:
«Πάλη των τάξεων […] Η λέξη «πάλη» δηλώνει ότι δεν υπάρχει πολιτικό αντικείμενο (ένας αγώνας δεν είναι αντικείμενο), ενώ η λέξη τάξη δηλώνει, πως ούτε υποκείμενο υπάρχει (αφού ο Αλτουσέρ στο πεδίο της ιστορίας, αντιτίθεται σε κάθε ιδέα του προλεταριάτου ως υποκειμένου)».11
Αυτό και αν είναι ένα πολύ σπουδαίο συμπέρασμα! Η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται μόνο από την έκβαση της ταξικής αναμέτρησης και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσει. Το αν θα οικοδομηθεί ποτέ ο κομμουνισμός αυτό θα το κρίνει μόνο η ταξική πάλη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει ιστορική αναγκαιότητα, υπάρχει μόνο η πάλη των τάξεων!
Συνοψίζοντας, άποψή μας είναι ότι η προτεραιότητα της δομής, ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός και η ιστορία ως διαδικασία δίχως υποκείμενο και τέλος, αποκαθιστούν πλήρως την θεωρητική εγκυρότητα της πάλης των τάξεων, ως εργαλείο πολιτικής ανάλυσης και χάραξης επαναστατικής στρατηγικής!
«Ο Υλισμός της συνάντησης»
Είναι μία άποψη12 που διατύπωσε ο Αλτουσέρ στα μέσα του 1980 περισσότερο με τη μορφή ερωτήματος και η οποία επιχειρεί να επεκτείνει και να εμπλουτίσει κάποιους υπαινιγμούς που αφήνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Πρόκειται για τις συνθήκες συγκρότησης και σχηματισμού μιας δομής. Οι προβληματισμοί του αρθρώνονται γύρω από τις απαρχές της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και προεκτείνεται σε ένα στοχασμό του τυχαίου ως παράγοντα καθορισμού της ιστορικής εξέλιξης.
Ο όρος «συνάντηση» προκύπτει από τις αναφορές του παράγοντα τύχη από το Μαρξ στο Κεφάλαιο, αναφορικά με τη μετάβαση από το φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Προήλθε από τη συνάντηση-έναν ιδιαίτερο συνδυασμό κάποιων διακριτών στοιχείων/ διαδικασιών (όπως η χρηματική συσσώρευση, η συσσώρευση τεχνικών μέσων και η συσσώρευση προλεταρίων που δεν κατέχουν τίποτα). Τι μας λέει ο Αλτουσέρ γι’ αυτό;
«Το όλο που προκύπτει από την «εμπέδωση» της «συνάντησης» δεν είναι προγενέστερο, αλλά μεταγενέστερο της «εμπέδωσης» των στοιχείων, και συνεπώς θα μπορούσε να μην «πιάσει» και, πολύ περισσότερο, «η συνάντηση θα μπορούσε να μη λάβει χώρα» […] Μπορούμε […] να υποθέσουμε ότι η συνάντηση έλαβε χώρα στην ιστορία πολλές φορές πριν πιάσει στη Δύση, αλλά δεν «έπιασε» τότε ελλείψει ενός στοιχείου ή της διάταξης των στοιχείων».
Και συνεχίζει λίγο πιο κάτω:
«Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτήν την […] αντίληψη, πέραν της ρητής θεωρίας της συνάντησης, είναι η ιδέα ότι κάθε τρόπος παραγωγής συγκροτείται από ανεξάρτητα μεταξύ τους στοιχεία, όπου το καθένα είναι το αποτέλεσμα μιας προσίδιας ιστορίας, δίχως να υπάρχει καμία οργανική ή τελεολογική σχέση ανάμεσα στις διάφορες αυτές ιστορίες. Η αντίληψη αυτή κορυφώνεται στη θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης».
Με την εργασία πάνω στο αστάθμητο στοιχείο της «συνάντησης», ο Αλτουσέρ θέλει να ξεκαθαρίσει με οποιαδήποτε υπόνοια τελεολογίας στη μαρξιστική θεωρία. Επισφραγίζει θα μπορούσαμε να πούμε τη θέση για την ιστορία χωρίς υποκείμενο και τέλος. Χρειάζεται μάλλον κάποια τυχαία σύμπτωση διακριτών στοιχείων, που δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε και ακολουθεί κάποια ντετερμινιστική ή αναπόφευκτη διαδικασία και που είναι απαραίτητη για να εδραιώσει και να εμπεδώσει μία δομή (η οποία κατόπιν θα προσδώσει τη «λογική» της στα λειτουργικά της μέρη).
Τίποτα δεν είναι σίγουρο, όλα μένουν να κριθούν! Από την έκβαση της ταξικής πάλης και την τυχαία συνεύρεση των αναγκαίων παραγόντων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μοιρολατρικά, κάθε φορά που αποτυγχάνει μία επαναστατική προσπάθεια, δεν έχει «ευλογηθεί» από την τύχη ή αυτό που ο Αλτουσέρ κατονομάζει «συνάντηση». Και αντιστρόφως: Δεν είναι κάθε στιγμή για την εργατική τάξη, η χρυσή ευκαιρία να πραγματοποιήσει την έφοδο στον ουρανό και αυτό ίσως κάτι λέει από μόνο του…
Δήμος Ε
Το δεύτερο μέρος του «Να διαβάσουμε τον Αλτουσέρ…»
Κριτική στο Σοβιετικό Μαρξισμό
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η θεωρητική παρέμβαση του Αλτουσέρ ήταν εξαιρετικά καθοριστική για την αποδόμηση του σοβιετικού μαρξισμού, της θεωρίας που κυριάρχησε στα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (αλλά και της Δύσης) και που καθοδήγησαν με αυταρχισμό τις κοινωνίες τους σε μία τροχιά κρατικού καπιταλισμού. Στο χωρίο αυτό, θα παρουσιάσουμε τις βασικές αρχές του Αλτουσέρ αναφορικά με την επιστήμη του μαρξισμού (ιστορικού υλισμού) και την ανάδειξη και την κριτική των προβληματικών πυλώνων της θεωρίας του σοβιετικού μαρξισμού.
Κατ’ αρχήν, αφετηρία της σκέψης του αποτέλεσε το γεγονός ότι ο μαρξισμός, ως αυτοτελές επιστημονικό πεδίο (η επιστήμη της ιστορίας), δεν αποτελεί ένα μονολιθικό θεωρητικό σύστημα, χωρίς αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Αντιθέτως, βρίθει αντιφάσεων και αναπτύσσεται μόνο χάρη στη σύγκρουση αντιπαρατιθέμενων τάσεων που ενυπάρχουν στους κόλπους του. Η ύπαρξη λοιπόν του μαρξισμού κατά τον Αλτουσέρ, είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη αντιτιθέμενων θεωρητικών ρευμάτων και σχολών εντός του.
Σύμφωνα με το Γιάννη Μηλιό1, ο Αλτουσέρ υποστήριζε πως η συγκρουσιακότητα της μαρξιστικής θεωρίας είναι προϋπόθεση και τεκμήριο της επιστημονικότητας και αντικειμενικότητάς της. Μάλιστα, έδειξε ότι ο μαρξισμός αναπαράγει στο εσωτερικό του τις αντιφάσεις που διαπερνούν τον καπιταλισμό. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Η εξέλιξη του μαρξισμού επικαθορίζεται πάντα από την εξέλιξη και τις καμπές της πάλης των τάξεων, και πιο συγκεκριμένα από τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων στο επίπεδο της ιδεολογίας».2
Χαρακτηριστική απόληξη αυτής της τοποθέτησης του Αλτουσέρ της εσωτερικής συγκρουσιακής φύσης του μαρξισμού ως εννοιακό χώρο, είναι η περιχαρής και εμφατική αναγγελία της κρίσης του στα τέλη του ’703. Με τον όρο «κρίση του μαρξισμού» εννοούσε τη συρρίκνωση της δυνατότητάς του να αναπαράγεται ως ιδεολογία των μαζών, την αδυναμία συγχώνευσής του με το εργατικό κίνημα και τη στασιμότητά του όσον αφορά το θεωρητικό του προχώρημα. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, έχει την πεποίθηση πως αυτή η κρίση (κυρίως έχει στο νου του τη μαζικότερη ιστορικά εκδοχή μαρξισμού, το σοβιετικό μαρξισμό) αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα-όρο της ανάπτυξης και διεύρυνσης της εμβέλειας της μαρξιστικής θεωρίας.
Αυτά σχετικά με τη θεωρία του ιστορικού υλισμού συνολικά. Αναφορικά με το σοβιετικό μαρξισμό, η καθοριστική κριτική που του άσκησε το ρεύμα του δομικού μαρξισμού, αξονίζεται (και πάλι συμβουλευόμενοι το Μηλιό) στις εξής τρεις κεντρικές ενότητες:
Α. Οικονομισμός. Θεωρεί ότι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν την πρωτοκαθεδρία πάνω στις παραγωγικές σχέσεις – θέση που εκθέσαμε αναλυτικά πιο πάνω – και αντιλαμβάνεται την ιστορική εξέλιξη ως το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Επιπλέον, υποτίθεται ότι η ανάπτυξη αυτή οδηγεί απαρέγκλιτα προς το σοσιαλισμό και οι αστικές σχέσεις παραγωγής αναχαιτίζουν την επιστημονική, τεχνολογική και παραγωγική πρόοδό της κοινωνίας. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός είναι υπό κατάρρευση και είναι θέμα χρόνου αγωνιζόμενοι για την οικονομική πρόοδο, να επιταχύνουμε αυτήν την κατάρρευση.4 Για το σοβιετικό μαρξισμό, ειδικά οι χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τελούν υπό διαρκή γενική κρίση!
Β. Εξελικτισμός. Μία από τις απόρροιες του οικονομισμού είναι ο εβολουσιονισμός ή αλλιώς η θεωρία των σταδίων. Το στάδιο είναι ακριβώς το επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης του δοσμένου καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού και κρίνεται από τη τεχνολογική στάθμη και τις δεδομένες παραγωγικές δυνάμεις (ή με όρους σοβιετικού μαρξισμού, από τη φάση της Επιστημονικο-τεχνολογικής επανάστασης, ΕΤΕ). Αυτή η θεωρία έχει στρεβλώσει και αποπροσανατολίσει την πολιτική καθοδήγηση των ΚΚ και έχει ορθώσει αναχώματα στην επαναστατική διαδικασία πολλών χωρών στον 20ό αιώνα.5 Σε πολλές χώρες στις οποίες ο καπιταλισμός δεν είχε γνωρίσει την ανάπτυξη της Δύσης, τα ΚΚ δεν επεξεργαζόντουσαν κάποια επαναστατική στρατηγική, αλλά προσανατολίζονταν σε μία δημοκρατική-αστική επανάσταση που θα εξαλείψει τα φεουδαρχικά υπολείμματα, απόλυτη προϋπόθεση για την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης. Το παράδοξο με τη θεωρία αυτή είναι ότι στη Ρωσία – χώρα της οποίας το ΚΚ επεξεργάστηκε και συστηματοποίησε τη θεωρία των σταδίων – η επανάσταση έγινε σε συνθήκες καθόλου ανεπτυγμένου καπιταλισμού.6
Γ. Μηχανιστική-εργαλειακή αντίληψη για το κράτος και την άρχουσα τάξη. Είναι η αντίληψη που θεωρεί ότι το κράτος με τους μηχανισμούς του είναι ένα απλό όργανο-εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης, η οποία το μεταχειρίζεται κατά βούληση. Στο πεδίο του κράτους, η εργατική τάξη και τα συμφέροντά της δεν αποκρυσταλλώνονται κατά κανένα τρόπο, αφού αυτό βρίσκεται εξολοκλήρου στα χέρια της αστικής τάξης. Αυτό επιπρόσθετα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κράτος είναι ουδέτερο και αρκεί να το κατακτήσει η εργατική τάξη, αποσιωπώντας ωστόσο, το σπουδαιότερο: την αναγκαιότητα μετασχηματισμού και κατάργησής του. Αυτή η τοποθέτηση μπορούμε να πούμε ότι στοιχειοθέτησε μεταπολεμικά, ένα σημαντικό θεωρητικό άλλοθι της απεμπόλησης από τα ΚΚ των χωρών του δυτικού καπιταλισμού της επαναστατικής τους γραμμής, προς όφελος ενός ξεκάθαρου εκλογικού προσανατολισμού (που θα φέρει δια των εκλογών το κράτος στα χέρια του προλεταριάτου).
Η παραπάνω στρεβλή κωδικοποίηση απογειώθηκε τη δεκαετία του ’50 με τη θεωρία του Κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού,7 την οποία το ρεύμα του Αλτουσέρ πολέμησε σθεναρά, με προεξάρχοντα το Νίκο Πουλαντζά. Ο Πουλαντζάς, που εργάστηκε θεωρητικά πάνω στο κράτος, ανέδειξε ότι το κράτος αποτελεί την υλική συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών δυνάμεων. Το κράτος για τον Πουλαντζά – και το δομικό μαρξισμό – είναι το πεδίο διεξαγωγής της πάλης των τάξεων και εκφράζει την αστική ταξική κυριαρχία. Αυτή όμως ανάλογα πάντοτε με το δεδομένο συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων.8 Δεν αποτελεί κατά συνέπεια ένα αρραγές και μονολιθικό οικοδόμημα, αντιθέτως είναι αντιφατικό και ρωγματώδες. Το κράτος δεν είναι ένα απλό εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης λοιπόν, αλλά ούτε και κορπορατιστικό, δηλαδή ένα κράτος που αναλαμβάνει τη διαιτησία των ταξικών ανταγωνισμών. Και για να βαθύνουμε την προβληματική του Πουλαντζά, το κράτος, με τις πολλαπλές διαμεσολαβήσεις που εισάγουν οι κρατικές μορφές και οι ιδεολογικοί του μηχανισμοί, αλλά και με κάποιες τακτικές παραχωρήσεις και συμβιβασμούς, επιτυγχάνει δύο πράγματα: Εκφράζει τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αναδεικνύοντας την άρχουσα τάξη ως ενσαρκωτή της γενικής βούλησης και τον αποκλειστικό εκπρόσωπο των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων.9
Παρατηρούμε ύστερα από όλα αυτά, ότι οικονομισμός, ουδετερότητα κράτους, η ανυπαρξία ταξικού προσδιορισμού επιστήμης, τεχνολογίας και μέσων παραγωγής και η θεωρία των σταδίων συμφύρονται αρμονικά σε μία θεωρητική ενότητα, με το ένα παραπέμπει στο άλλο. Θέσεις από τις οποίες πρέπει να ξεκόψουμε μια και καλή.
Στις ρίζες της πιο πάνω ανάλυσης ανάγεται και το ενδιαφέρον του Αλτουσέρ για την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, που ξεκίνησε το 1965. Τη θεωρούσε την πρώτη έμπρακτη κριτική και αμφισβήτηση του σοβιετικού μοντέλου σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ήταν η κατεύθυνση επαναστατικού μετασχηματισμού της αστικής ιδεολογίας, των εξουσιαστικών παραγωγικών σχέσεων, των αστικών κοινωνικών πρακτικών, της άρσης του διαχωρισμού πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ήταν η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας των μαζών και η προσπάθεια να μπει το Κόμμα στο «σοσιαλιστικό δρόμο» μέσω της αμφισβήτησης της εξουσίας της νεότευκτης κρατικής αστικής τάξης, που αποτέλεσε, στα μάτια του Αλτουσέρ, ίσως το πρώτο μαζικό αντι-οικονομίστικο εγχείρημα στην ιστορική σκηνή ενός «επαναστατικού κράτους». Πολιτιστική Επανάσταση είναι το όνομα μιας επανάστασης στην ιδεολογική σφαίρα του κράτους, που παίζει σημαίνοντα ρόλο στην αναπαραγωγή της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Θα ήταν παράλειψη αν δεν σημειωθεί ότι τόσο ο Λένιν στο τέλος της ζωής του, όσο ιδίως ο Γκράμσι (κατά τη διατύπωση του πολέμου θέσεων ως επαναστατική στρατηγική του προλεταριάτου στη Δύση) είχαν διαβλέψει την αναγκαιότητα διεξαγωγής από το προλεταριάτο μιας πολιτιστικής/ ιδεολογικής επανάστασης.10
Υπό το πρίσμα της πρωτοκαθεδρίας των παραγωγικών σχέσεων πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, άσκησε και ο Σαρλ Μπετελέμ κριτική στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ από το 1917 ως το 1930.11 Εστιάζει στην ταχεία επανενεργοποίηση, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, των αστικών ιδεολογικών πρακτικών και σχέσεων στη σφαίρα του εποικοδομήματος, στην αναπαραγωγή εξουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων στο εργοστάσιο, στη βίαιη εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση, που οδήγησε στη διάσπαση της εργατο-αγροτικής συμμαχίας της ΝΕΠ, στην εσωτερική δημοκρατία και λειτουργία του μπολσεβίκικου κόμματος, στην οικονομίστικη θεωρία του, κλπ.
Κλείνοντας αυτήν την ενότητα και στη βάση των προηγούμενων θεωρητικών αρχών, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο Αλτουσέρ το 1978 θα κριτικάρει το Γαλλικό ΚΚ, σχετικά με τη οικονομίστικη θεωρία του Κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, τον εσωτερικό διάλογο στο κόμμα και την άρση της διαλεκτικής σχέσης βάσης και κορυφής, με την κεντρική επιτροπή να κυριαρχεί πάνω στη βάση και συχνά να της επιβάλλεται και να την υποτάσσει στις αποφάσεις της.12 Βέβαια, η εμβέλεια της κριτικής αυτής δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια του Γαλλικού ΚΚ, αλλά αναμφισβήτητα έχει γενική ισχύ…
Η περιοδολόγηση του έργου του Μαρξ
Είναι η απόλυτη επιστημονική-θεωρητική χειρονομία στην ιστορία του ιστορικού υλισμού. Ο Αλτουσέρ, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, επιχείρησε να περιοδολογήσει το έργο του Μαρξ. Το κριτήριο αυτής της περιοδολόγησης ήταν το πότε (σε ποιο σημείο του έργου του και έπειτα) ο Μαρξ αρχίζει να συγκροτεί μια θεωρητική προβληματική, μια επιστήμη.
Ο Αλτουσέρ, εμπνεόμενος από το Λακάν, ο οποίος θα κάνει κάτι παρόμοιο με το έργο του Φρόυντ, θα θέσει τη διαχωριστική γραμμή το χρονικό σημείο στο οποίο ο Μαρξ θα θωρακίσει την θεωρητική του σκέψη από την παρείσφρηση της ιδεολογίας και θα αρχίσει βαθμιαία να διαμορφώνει την επιστημονική του μεθοδολογία. Διαπιστώνει λοιπόν, ότι ο Μαρξ από μία χρονική στιγμή και έπειτα στοχάζεται τελείως διαφορετικά (δηλαδή επιστημονικά) και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μαρξ προβαίνει σε μία «συμπτωματική»ανάγνωση του έργου του Ρικάρντο και του Σμιθ.13 Ο όρος «σύμπτωμα» είναι δανεισμένος από το Λακάν, ο οποίος τη χρησιμοποιεί, όταν θέλει να αναφερθεί σε ένα επί μέρους στοιχείο ρήξης ή ανατροπής της ίδιας δομής εντός της οποίας, απαντάται η εντοπιότητά του. Αυτά τα καταστατικά κενά αναζητεί ο Μαρξ στο Ρικάρντο και Σμιθ, η ανεύρεση των οποίων θα τον βοηθήσουν στη διατύπωση των νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη συγκρότησή τους σε επιστήμη αργότερα στο Κεφάλαιο.
Αυτό το μεταίχμιο, που χωρίζει τη σκέψη του Μαρξ στην «ιδεολογική» του περίοδο και την «επιστημονική», ο Αλτουσέρ το ονομάζει «επιστημολογική τομή», αξιοποιώντας τον όρο που εισήγαγε στην επιστημολογία ο Γκαστόν Μπασελάρ και θεωρεί ότι λαμβάνει χώρα στα 1845 και εκφράζεται από έργα όπως η Γερμανική Ιδεολογία και οι Θέσεις για το Φόυερμπαχ. Η επιστημολογική τομή είναι, για τον Μπασελάρ, η κρισιμότερη στιγμή στην πορεία συγκρότησης κάθε νέου επιστημονικού πεδίου.
Θα κλείσουμε αυτή τη μικρή περιήγηση στη θεωρητική περιπέτεια του Καρλ Μαρξ συγκεφαλαιώνοντας – κατά Αλτουσέρ – τις διάφορες περιόδους και φάσεις τους. Η περίοδος, πριν την επιστημολογική τομή, καλείται περίοδος της νεότητας, εκτείνεται από το 1840-1844και περιλαμβάνει έργα όπως: Εβραϊκό ζήτημα, Αγία Οικογένεια, Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα, κα. Η μετά τομής περίοδος, έχει δύο φάσεις: Εκείνη της θεωρητικής ωρίμανσης (1845-1857), στην οποία ανήκουν έργα σαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Αθλιότητα της φιλοσοφίας, Μισθός, Τιμή και Κέρδος και εκείνη της θεωρητικής ωριμότητας (1857-1883),στην οποία και εντάσσεται το Κεφάλαιο.14
Ορισμός της φιλοσοφίας
Στο σημείο αυτό θα μας απασχολήσει ο δεύτερος χρονικά ορισμός της φιλοσοφίας του Αλτουσέρ και όχι ο πρώτος («θεωρία των θεωρητικών πρακτικών») που θεωρείται εδώ μάλλον προβληματικός. Η φιλοσοφία λοιπόν είναι η ταξική πάλη στη θεωρία. Στον ίδιο τον Αλτουσέρ15 διαβάζουμε:
«Η φιλοσοφία δεν είναι η απόλυτη Γνώση, δεν είναι η Επιστήμη των Επιστημών, ούτε η Επιστήμη των Πραχτικών […] δεν κατέχει την Απόλυτη Αλήθεια, ούτε σε σύγκριση με καμία επιστήμη […] και πραχτική […] Ο μαρξισμός επιβεβαιώνει την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής πάνω στη φιλοσοφία. […] η θέση της είναι στο χώρο της θεωρίας και της «σχετικής της αυτονομίας» […] Το αντίτιμο της φιλοσοφίας είναι τα πραγματικά προβλήματα των κοινωνικών πρακτικών. Επειδή η φιλοσοφία δεν είναι μία επιστήμη […] δε μας δίνει τους τύπους που, τάχα, θα «εφαρμόζαμε στα προβλήματα». Η φιλοσοφία δεν εφαρμόζεται […] επενεργεί […] μεταβάλλοντας την τοποθέτηση των προβλημάτων16 […] τη σχέση ανάμεσα στις πραχτικές και το αντικείμενό τους».
Έτσι, η φιλοσοφία έχει ορισμένες επιπτώσεις τόσο στο πεδίο της επιστήμης όσο και της πολιτικής.
Στο χώρο της πολιτικής, τις επιπτώσεις της φιλοσοφίας λίγο-πολύ τις περιγράψαμε παραπάνω. Προάγει την ταξική πάλη που διεξάγει η εργατική τάξη και οι υπόλοιπες κυριαρχούμενες τάξεις απέναντι στο συνασπισμό εξουσίας, βοηθά στην ταξική τους συγκρότηση (οργανώσεις, συνδικάτα, κλπ), όπως επίσης προσφέρει και στην επαναστατική αναβάθμιση της μαρξιστικής θεωρίας, που ένα πρωτοπόρο πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης επεξεργάζεται, με ορίζοντα την ανατροπή του καπιταλισμού.
Όσον αφορά τις επιστήμες, η φιλοσοφία επενεργεί πάνω τους είτε με τρόπο προοδευτικό, είτε με τρόπο οπισθοδρομικό, αφού όπως προαναφέραμε είναι εν γένει αντιφατική ως θεωρητική αναπαραγωγή των ταξικών αντιθέσεων.
Καθαρή φιλοσοφία, είτε υλιστική είτε ιδεαλιστική δεν υπάρχει! Σε κάθε φιλοσοφικό σύστημα υπάρχει μία κυρίαρχη τάση που απορρέει από τις αντιφάσεις της και τις μεταμφιέζει. Έτσι, έχουμε «ιδεαλιστικές φιλοσοφικές Θέσεις που έχουν οπισθοδρομικές θεωρητικές επιπτώσεις στην επιστήμη της ιστορίας και […] υλιστικές φιλοσοφικές Θέσεις που έχουν προοδευτικές θεωρητικές επιπτώσεις […] και μπορούν να έχουν επαναστατικές επιπτώσεις στους τομείς που δεν έχουν ακόμα αληθινά προσπελαστεί από την επιστήμη της ιστορίας (πχ ιστορία των επιστημών, της τέχνης, των φιλοσοφιών). Αυτό είναι το αντίτιμο της ταξικής πάλης στο χώρο της θεωρίας».17
Ιδεολογία
και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους
Το κεφάλαιο αυτό είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σκέψης του Αλτουσέρ. Θα στηριχτούμε στις θεωρητικές του αναλύσεις έτσι όπως τις εξέθεσε στο πασίγνωστο άρθρο του «ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους».18
Κατά τον Αλτουσέρ, η δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας, συντίθεται από επίπεδα, που μπορούν, με βάση την κλασική μαρξιστική γραμματεία, να κατηγοριοποιηθούν στην υποδομή ή οικονομική βάση (ενότητα παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων) και την υπερδομή ή εποικοδόμημα(με το δίκαιο και το κράτος, όσο και τις διάφορες επιμέρους ιδεολογίες του). Αυτή η περιγραφή είναι αρκετά αφαιρετική και σχηματική και αν θέλουμε να εντρυφήσουμε σε αυτήν, πρέπει να μιλήσουμε με όρους σύνθετα αρθρωμένης και έκκεντρης δομής, όπως την παρουσιάσαμε στην πρώτη ενότητα. Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε από αυτή τη διάκριση είναι πως η υπερδομή έχει μία σχετική αυτονομία σε σχέση με τη βάση και μπορεί να αναδρά προς αυτήν. Αυτό μας προφυλάσσει από μία μεγάλη παρεξήγηση: Ότι το εποικοδόμημα είναι αντανάκλαση της βάσης, ότι αυτή έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, συνεπώς μόνο με αυτή είναι κρίσιμο και αναγκαίο να ασχολούμαστε (το δίπολο οικονομισμός/ εργατισμός).
Εδώ κάπου, ανακύπτει η σπουδαιότερη θεωρητική και πολιτική παρέμβαση του Αλτουσέρ. Το κράτος ή αλλιώς ο κρατικός μηχανισμός, δεν εξαντλείται μόνο στο μηχανισμό καταπίεσης. Δεν διαθέτει μόνο μία καταναγκαστική και κατασταλτική λειτουργία της άρχουσας τάξης πάνω στην εργατική τάξη, με στόχο το απρόσκοπτο της απόσπασης της υπεραξίας. Το κράτος διαθέτει και μία άλλη ουσιαστικότερη πτυχή, όσον αφορά την αναπαραγωγή της αστικής κυριαρχίας. Είναι οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους.
Πλάι στους καταπιεστικούς μηχανισμούς του κράτους (η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές), δρουν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (ΙΜΚ). Σε αυτούς ανήκει ο θρησκευτικός ΙΜΚ (το σύστημα των διαφόρων εκκλησιών), ο σχολικός ΙΜΚ (το σύστημα των σχολείων σε όλες τους τις βαθμίδες, ιδιωτικών και δημοσίων), ο οικογενειακός ΙΜΚ (που έχει και άλλες λειτουργίες, όπως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, κλπ), ο νομικός ΙΜΚ, ο συνδικαλιστικός ΙΜΚ (ρεφορμιστικά και μη συνδικάτα), ο ΙΜΚ των ΜΜΕ(τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση, Ιντερνέτ), ο πολιτικός ΙΜΚ (το πολιτικό σύστημα και τα πολιτικά κόμματα), αλλά και ο πολιτιστικός ΙΜΚ (γράμματα, τέχνες, αθλητισμός).
Κύρια λειτουργία των ΙΜΚ είναι η διάδοση και η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, δηλαδή της αστικής ιδεολογίας. Σαφώς δεν πρόκειται για όργανα τις αστικής τάξης, με την έννοια του ελέγχου και της υλικής διασύνδεσής τους με αυτήν, αλλά διαπερνώνται από τους κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων, με συνέπεια να εκφράζεται αντιφατικά η ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας. Επομένως, ανταγωνιστικά ιδεολογικά υποσύνολα (μικροαστική και προλεταριακή ιδεολογία), που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων, βρίσκουν πεδίο έκφρασης στους ΙΜΚ, αλλά πάντοτε κάτω από την ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης.
Είμαστε στη στροφή πριν καταρρίψουμε το μύθο, ότι το κράτος ταυτίζεται με το «δημόσιο». Αντίθετα, η διάκριση «δημοσίου» και «ιδιωτικού» τομέα, είναι απόρροια της ύπαρξης του κράτους ως μηχανισμός κυριαρχίας μίας κοινωνικής τάξης. Το κράτος αποτελεί δηλαδή, προϋπόθεση της διάκρισης αυτής. Ένας ΙΜΚ μπορεί – κατά κύριο λόγο – να είναι είτε δημόσιος, είτε ιδιωτικός (πχ εκπαίδευση), ωστόσο είναι κρατικός μηχανισμός, στο βαθμό που συμβάλλει στην εδραίωση της εξουσίας μιας τάξης.Εν συνεχεία, υπογραμμίζουμε ότι και οι δύο τύποι κρατικών μηχανισμών λειτουργούν με «βία και ιδεολογία». Απλώς στο καταναγκαστικό μηχανισμό, τη δεσπόζουσα την έχει το στοιχείο της βίας (και της φυσικής βίας), ενώ στον ιδεολογικό μηχανισμό, δεσπόζον είναι το στοιχείο της ιδεολογίας. Δεν υπάρχει αμιγής καταπιεστικός μηχανισμός. Για παράδειγμα, ο στρατός και η αστυνομία διαθέτουν ιδεολογική λειτουργία, κυρίαρχα για την εσωτερική τους συνοχή και αναπαραγωγή, αλλά και για να απολαμβάνουν της «εκτίμησης» του κοινωνικού συνόλου.Θεωρούμε πως ακριβώς στο ζήτημα των ΙΜΚ ο Αλτουσέρ επεκτείνει και συστηματοποιεί τις απόψεις του Αντόνιο Γκράμσι (άκρως πρωτοποριακές για την εποχή που τις διατύπωνε) για τους διανοούμενους του κράτους. Αυτός πρώτος, όπως και ο Αλτουσέρ αργότερα, ισχυρίστηκε πως καμία κοινωνική τάξη δεν μπορεί να διατηρήσει την πολιτική εξουσία, αν δεν ασκεί την ιδεολογική της ηγεμονία στην κοινωνία (είναι χαρακτηριστικό το γκραμσιανό σχήμα ιδεολογία + καταστολή ή ηγεμονία + δικτατορία). Αυτό που ο Αλτουσέρ θεωρεί ως ΙΜΚ, ήταν για τον Γκράμσι όλο το κρατικό και μη υπαλληλικό προσωπικό, δηλαδή η κρατική γραφειοκρατία, το εθνικό διδασκαλικό σώμα, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες, οι «άνθρωποι των γραμμάτων». Οι ΙΜΚ, οι γκραμσιανοί διανοούμενοι δηλαδή, αν ασκούν μία καθοριστική λειτουργία, αυτή είναι η ιεράρχηση, η συστηματοποίηση, η ενοποίηση και η ομογενοποίηση ετερογενών και ποικιλόμορφων ιδεολογικών υποσυνόλων σε ένα συνεκτικό ιδεολογικό σώμα, που προσιδιάζει στις αντιλήψεις και τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Διαδίδει λοιπόν και αναπαράγει αυτήν την ιδεολογία και καθιστώντας τα άτομα κοινωνούς της, τα κάνει φορείς ιδεολογικών και ευρύτερα κοινωνικών πρακτικών και σχέσεων, οι οποίες γειτνιάζουν, νομιμοποιούν και προσομοιώνουν τις υφιστάμενες εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις (η ιδεολογία για την εκμεταλλευτική φύση του ατόμου πχ, νομιμοποιεί την απόσπαση υπεραξίας από τον εργάτη κατά την παραγωγική διαδικασία).19 Εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο, εντός της αστικής ιδεολογίας, παίζει το εθνικιστικό ιδεολογικό υποσύνολο. Η «διαχρονικότητα» του έθνους (πλάνη, αφού η έννοια χρονολογείται από τη συγκρότηση των πρώτων καπιταλιστικών κρατών), η εθνική συνείδηση, η αναγκαιότητα συγκρότησης εθνικής ομοψυχίας, ενότητας και συνοχής, συμβάλλουν καθοριστικά στην απόκρυψη της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και των ταξικών σχέσεων που τη διαπερνούν. Κατά μείζονα λόγο, το σχολείο είναι εκείνο το τμήμα του ΙΜΚ που αναλαμβάνει με αποφασιστικό και συστηματικό τρόπο να εμπεδώσει αυτήν την ιδεολογία στους υπό ένταξη κοινωνικούς φορείς.20 Το γεγονός αυτό, θα ωθήσει τον Αλτουσέρ να υποστηρίξει ότι στον καπιταλισμό, το σχολείο είναι ο σημαντικότερος ΙΜΚ.Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι ΙΜΚ παίζουν τον πιο κρίσιμο ρόλο αναφορικά με την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, αλλά και την απόσπαση της κοινωνικής συναίνεσης από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, τη συγκρότηση των ταξικών συμμαχιών της άρχουσας τάξης και τη νομιμοποίηση των πολιτικών επιλογών αυτής. Σε ιστορικές περιπτώσεις όμως, που οι λαϊκές τάξεις διεκδικήσουν την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, ο καταναγκαστικός μηχανισμός του κράτους γίνεται ο κυρίαρχος κρατικός μηχανισμός, μια που είναι ο μόνος θεσμός που μπορεί τότε να εξασφαλίσει τη συνέχεια της αστικής εξουσίας (δια του μονοπωλίου της βίας), καταστέλλοντας το λαϊκό κίνημα. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει αναδειχτεί ιστορικά και σε πόλο άσκησης κρατικής εξουσίας, όπως πχ στις στρατιωτικές δικτατορίες.Ο Γκράμσι είχε κατανοήσει αυτή την περίπλοκη και πολυσύνθετη δικτύωση και λειτουργία των μηχανισμών ηγεμονίας (όπως τις αποκαλούσε) συγκεκριμένα για τις χώρες της Δύσης.21 Θεωρούσε λοιπόν, εκείνη τη χρονική συγκυρία (δεκαετία του ’20), ότι η υπονόμευση και η ανατροπή ενός τόσο πολυδιάστατου κρατικού μηχανισμού από το προλεταριάτο, περνούσε μέσα από μια μακρόπνοη διαδικασία αναδιάταξης των συσχετισμών δυνάμεων μέσα από την εδραίωση της ιδεολογικής του ηγεμονίας πριν πρ
αγματοποιήσει το επαναστατικό άλμα. Είναι η γνωστή στρατηγική του πολέμου θέσεων, που είναι κατά τη γνώμη μας επίκαιρη στη Δύση μέχρι σήμερα.
Ας πούμε λίγα λόγια τώρα, για την ιδεολογία ως τέτοια.
1. Η ιδεολογία για τον Αλτουσέρ, είναι η «παράσταση» της φαντασιακής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι δε φαντάζονται, με την ιδεολογία, τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής τους, τον πραγματικό κόσμο, αλλά κυρίως, με την ιδεολογία, αναπαριστούν τη σχέση τους με τις συνθήκες ύπαρξής τους, δηλαδή ο βιωματικός τροπισμός αυτών. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα πως η ιδεολογία δεν είναι μόνο παραπλανητική, αλλά έχει και ένα θετικό χαρακτήρα, είναι πραγματικές «χειρονομίες». Ο αδιαμφισβήτητος φενακιστικός της χαρακτήρας, μπορεί να ειδωθεί μόνο αφαιρετικά, ύστερα από την αναγωγή της στο πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών. Αυτή η διαπίστωση, δεν ακυρώνει άραγε εν μέρει, τη πάγια λενινιστική πρακτική της «εισαγωγής της συνείδησης στην εργατική τάξη από έξω», από τους «ειδικούς» του κομμουνιστικού κόμματος;22
2. Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση. Η ιδεολογία υπάρχει μόνο ως ιδεολογική πρακτική, δηλαδή διαθέτει μετασχηματιστική δυναμική σαν κάθε κοινωνική πρακτική. Οι «ιδέες» δεν υπάρχουν μόνο στο νου, αλλά κινητοποιούν το άτομο προς πραγματοποίησή τους. Οι ιδέες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στη διάσταση της υλοποίησής τους. Όπως είδαμε προηγουμένως, οι «ιδέες» και οι ιδεολογίες κωδικοποιούνται και παίρνουν υλική διάσταση στους ΙΜΚ. Αυτοί με τη σειρά τους, εγκαλούν τα άτομα να δράσουν σύμφωνα με τις επιταγές των ιδεών που αναπαράγουν.
3. Η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα. Αυτό σημαίνει ότι εγκαλεί τα άτομα ως μοναδικά, ανεξάρτητα και αυθύπαρκτα υποκείμενα, λες και δε συμμετέχουν στις κοινωνικές σχέσεις, λες και δεν είναι «στοιχεία» των κοινωνικών δομών. Αποτελεί τον εσώτατο πυρήνα τηςλειτουργίας της ιδεολογίας, από εκεί απορρέει εντέλει, η απόκρυψη των ταξικών σχέσεων, φορέας των οποίων είναι αυτό το «υποκείμενο».
Η ιδεολογία έτσι, διαπλάθει τα συγκεκριμένα άτομα σε υποκείμενα και δεν είναι τίποτε άλλο από την υλική μορφή της λειτουργίας της. Ύστερα από όλα αυτά, είναι φανερή, θεωρούμε, η επιρροή του έργου του Λακάν στον ορισμό αυτό της ιδεολογίας. Την αξιολογούμε ως την κυριότερη επίδραση του γάλλου ψυχαναλυτή πάνω στο έργο του Λουί Αλτουσέρ.
Η έγκληση του ατόμου ως «υποκείμενο» που υλοποιείται από τους ΙΜΚ με συντονισμένο τρόπο, μας παραπέμπει εμμέσως στο συμβολικό επίπεδο της ύπαρξης του ατόμου του Λακάν. Το δίκτυο των ΙΜΚ μας θυμίζει τη λακανική συμβολική τάξη, που διαμεσολαβεί ως σύστημα αναφοράς, τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις των ατόμων. Είναι η βαθμίδα εκείνη με την οποία τα άτομα διατηρούν ενός είδους «απολογητική» στάση, αντίληψη με την οποία «φλερτάρει» κάποιες φορές στο άρθρο του ο Αλτουσέρ. Είναι τέλος, το συνεκτικό εκείνο πεδίο σημαινόντων, που εγκαλεί τα άτομα να επιθυμήσουν κατά τις αξιώσεις του – να δράσουν βάσει συγκεκριμένων ιδεολογικών επιταγών – διαμέσου πρακτικών, χειρονομιών και τελετουργικών, που διαθέτουν μία μορφή θετικότητας και υλικότητας. Επομένως, τηρουμένων των αναλογιών, οι ΙΜΚ του Αλτουσέρ δεν είναι η πολιτική «μετάφραση» του Μεγάλου Άλλου του Λακάν;23 Συμπέρασμα; Αυτός ο «εν γένει» φαντασιακός χαρακτήρας της ιδεολογίας, οδηγεί στον Αλτουσέρ στη θέση ότι πάντα με κάποιο τρόπο θα διαμεσολαβεί τη σχέση των ατόμων με τις κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξής τους, δηλαδή ποτέ δε θα απαλλαγούμε από αυτήν τη λειτουργία. Άρα η ιδεολογία δεν έχει ιστορία.
(επίλογος)
Θα κλείσουμε την εργασία αυτή, αντλώντας έμπνευση από μία παρατήρηση που κάνει κάπου ο Πέρυ Άντερσον.24 Ο Λουί Αλτουσέρ, με τις αντιλήψεις του για την ιδεολογία που στερείται ιστορίας, τον υλισμό της συνάντησης και την ιστορία χωρίς τέλος, δεν είναι άραγε το «επιστημονικό» ανάλογο του Βάλτερ Μπένγιαμιν των «Θέσεων για τη φιλοσοφία της ιστορίας».25 Δεν καταστρώνουν και οι δύο (από διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες και σκοπιές) ένα σχέδιο επαναστατικής ανασυγκρότησης της μαρξιστικής θεωρίας, δομημένο στη βάση πολιτικού και φιλοσοφικού πεσιμισμού;
Όπως και να’ χει, η προσφορά του Αλτουσέρ στο μαρξισμό είναι ανεκτίμητη και πρωτοποριακή και γι’ αυτό πρέπει να τον διαβάσουμε!
Δήμος Ε
Πηγή: aformi.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου